-
1 ἐξαίρω
ἐξαίρω, [dialect] Ep. [full] ἐξᾰείρω Hom. (v. infr.), also in [dialect] Ion. Prose, Hp.Fract. 21, cf. ἀείρω, αἴρω: [tense] aor.1A , etc.:—lift up, lift off the earth,ἐκ μὲν ἄμαξαν ἄειραν Il.24.266
;ἐκ δὲ κτήματ' ἄειραν Od.13.120
(elsewh. Hom. uses only [voice] Med., v. infr.);ἐξάρας [αὐτὸν] παίει ἐς τὴν γῆν Hdt.9.107
; ἐ. χεῖρας in prayer, Plb.3.62.8;κοῦφον ἐξάρας πόδα S.Ant. 224
; βάθρων ἐκ τῶνδέ μ' ἐξάραντες having bidden me rise (from suppliant posture), Id.OC 264, cf. Tr. 1193; τίς σ' ἐξῆρεν οἴκοθεν στόλος; made thee start, Id.OC 358;ἡδοναῖς ἄμοχθον ἐ. βίον Id.Tr. 147
; ἐ. θώρακα take it out (of its case), Ar.Ach. 1133; :—[voice] Pass., ib.22.6.b seemingly intr., rise from the ground, of a bird, D.S.2.50;ἐ. τῷ στρατεύματι
start,Plb.
2.23.4, cf. LXXNu.2.9.2 raise in dignity, exalt, magnify, Κλεισθένης [τὴν οἰκίην] ἐξῆρε (v.l. -ήγειρε) Hdt.6.126;ἐξάρας με ὑψοῦ καὶ τὴν πάτρην Id.9.79
; ἄνω τὸ πρᾶγμα ἐ. exaggerate it, Aeschin.2.10;ἐπὶ μεῖζον ἐ. τὰ γενόμενα D.H.8.4
;ὑψηλὸν ἐ. αὑτὸν ἐπί τινι Pl.R. 494d
;ἐ. ὑπόθεσιν Procl.in Prm.p.522S.
; Rhet., treat in elevated style, Hermog.Id.2.3;τὸν τῆς ἑρμηνείας τύπον ἐ. παρὰ τὸ εἰωθός Procl.in Prm.p.484S.
;ἐπιστολαὶ μικρὸν ἐξηρμέναι Demetr.Eloc. 234
; of music,ἐξηρμένον καὶ τεθαρρηκός Heraclid.Pont.
ap. Ath.14.624d.3 arouse, stir up,θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Thgn.630
; ; ἐ. σε θανεῖν excites thy wish to die, E.Hipp. 322;ἐ. φρένα λακεῖν Id.Alc. 346
;ἐ. χάριν χορείας Ar.Th. 981
.5 remove,ἔπιπλα PLond.1.177.21
(i A. D.); make away with, get rid of,ἐξάρατε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν 1 Ep.Cor.5.13
:—[voice] Pass., to be carried away, of a dam, PRyl.133.19 (i A. D.).II [voice] Med. (Hom. only in [ per.] 3sg. [tense] aor. ἐξήρατο), carry off for oneself, earn,δοιοὺς μισθούς Od.10.84
; ; ἐξάρατο ἕδνον won it as a dower, Pi.O.9.10;θοῶν ἐξήρατ' ἀγώνων.. κειμήλια Theoc.24.122
. (In Hom. ἐξήρατο may have displaced ἐξήρετο, [tense] aor. of ἐξάρνυμαι, v. ἀείρω.)2 ἐξαίρεσθαι νόσον take a disease on oneself, catch it, S.Tr. 491.III [voice] Pass., to be raised, [τὸ τεῖχος] ἐξῄρετο διπλήσιον τοῦ ἀρχαίου Hdt.6.133
; rise up, rise,ἐξαιρόμενον νέφος οἰμωγῆς E.Med. 106
;φλόξ Plb.14.5.1
;κονιορτός Id.3.65.4
.2 swell, dub. in Hp. VC15; ἐξαειρόμενα (- εύμενα codd.) ὑπὸ τῆς πιέξιος swellings caused by compression, Id.Fract.21.4 ἐξηρμένος prob. f.l. in Plb.4.4.5.
См. также в других словарях:
εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek